dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
σταθμός εργασίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Arbeitsplatz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
θέση εργασίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Arbeitsplatz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
χώρος εργασίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Arbeitsplatz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
θέση (χώρος) εργασίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Arbeitsplatz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εργασιακή θέση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Arbeitsplatz
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
σταθμός εργασίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bildschirmarbeitsplatz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
σταθμός εργασίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Computerarbeitsplatz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Europäische Agentur für Sicherheit und Gesundheitsschutz am Arbeitsplatz
Ⓦ
Ⓖ
…
υγεία κατά την εργασία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gesundheitsschutz am Arbeitsplatz
Ⓦ
Ⓖ
…
ικανοποίηση από την εργασία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zufriedenheit am Arbeitsplatz
Ⓦ
Ⓖ
…