dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
σταθμός εργασίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Arbeitsplatz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
θέση εργασίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Arbeitsplatz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
χώρος εργασίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Arbeitsplatz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
θέση (χώρος) εργασίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Arbeitsplatz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εργασιακή θέση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Arbeitsplatz
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)