dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
σταθμός εργασίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bildschirmarbeitsplatz
Ⓦ
Ⓖ
…