dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
συμμετέχω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
teilnehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
συμμετέχω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beteiligen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
συμμετέχω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mitmachen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συμμετέχω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mitspielen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συμμετέχω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
partizipieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συμμετέχω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sammeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συμμετέχω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich beteiligen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συμμετέχω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
teilhaben
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
ο
συμμετέχων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Beteiligte
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
συμμετέχων σε διαδήλωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Demonstrant
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συμμετέχω στο τραγούδι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mitsingen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
συμμετέχων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Teilnehmer
Ⓦ
Ⓖ
…