dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
συμμετέχων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Beteiligte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συμμετέχουσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beteiligte
Ⓦ
Ⓖ
…