dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
συμμετέχω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beteiligen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)