dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
εύρημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Pointe
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
εύρημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Segen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
εύρημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Feststellung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
εύρημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Fund
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
εύρημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Einfall
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
αρχαιολογικό εύρημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bodenaltertum
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ευρηματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einfallsreich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
εφεύρημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erfindung
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ευρηματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erfindungsreich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
εργαστηριακό εύρημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Laborbefund
Ⓦ
Ⓖ
…