dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
εφεύρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erfindung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
επινόηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erfindung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
επινόημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erfindung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ευρεσιτεχνία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erfindung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
εφεύρημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erfindung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εξεύρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erfindung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κατασκευή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erfindung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εύρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erfindung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)