dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ευρηματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erfindungsreich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ευρηματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einfallsreich
Ⓦ
Ⓖ
…