dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
δεσμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fessel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
τα
δεσμά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fessel
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
το
ηλεκτρονικό βραχιόλι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
elektronische Fußfessel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ηλεκτρονικό βραχιόλι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
elektronische Handfessel
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αδέσμευτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fessellos
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αιχμαλωτίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fesseln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fesseln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δεσμεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fesseln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
απορροφώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fesseln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
τα
δεσμά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fesseln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καθηλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fesseln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πεδικλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fesseln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
συναρπαστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fesselnd
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πέδη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fußfessel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
χειροπέδη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Handfessel
Ⓦ
Ⓖ
…