dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
γενεά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Generation
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
γενεά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Rasse
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
γενεά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Geschlecht
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
το
γενεαλογικό δέντρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ahnentafel
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
γενεαλογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Genealogie
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
γενεαλογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Geschlechtskunde
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
γενεαλογικό δέντρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Stammbaum
Ⓦ
Ⓖ
…