dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
γενιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Generation
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
γενεά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Generation
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)