dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
γενεαλογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Genealogie
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
γενεαλογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Geschlechtskunde
Ⓦ
Ⓖ
…