dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίρρημα
ειδικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
besonders
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
ιδιαίτερα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
besonders
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ιδιαίτερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
besonders
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
ιδίως
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
besonders
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
ιδιαζόντως
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
besonders
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
ιδιαιτέρως
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
besonders
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
προπαντός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
besonders
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
σπουδαίος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
besonders
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ειδικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
besonders
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
εξαιρετικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
besonders
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
προπάντων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
besonders
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
εξαιρετικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
besonders
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ξεχωριστός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
besonders
Ⓦ
Ⓖ
…