dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίρρημα
ιδιαζόντως
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
besonders
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
ιδιαζόντως
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hoch-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
ιδιαζόντως
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausgesprochen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
ιδιαζόντως
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
höchst
Ⓦ
Ⓖ
…