dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
ειδικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Spezialist
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ειδικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
speziell
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ειδικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Experte
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ειδικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Fachmann
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ειδικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
spezifisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ειδικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
besonders
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)