dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κόβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schneiden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κόβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufschneiden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κόβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herausschneiden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κόβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abtrennen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κόβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abbiegen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κόβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abbrechen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κόβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abheben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κόβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κόβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufhören
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κόβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beschneiden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κόβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durchschneiden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κόβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durchtrennen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κόβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fällen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κόβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gerinnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κόβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nachlassen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κόβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pflücken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κόβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
prägen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κόβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich legen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κόβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unterbrechen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)