dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
βαστώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
halten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βαστώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aushalten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βαστώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dauern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βαστώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ertragen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βαστώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
festhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βαστώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stammen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βαστώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
standhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βαστώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zurückhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βαστώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tragen
Ⓦ
Ⓖ
…