dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κρατάω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
festhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κρατώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
festhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βαστώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
festhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συγκρατώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
festhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τηρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
festhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)