dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
μαζεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sammeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μαζεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zusammenpacken
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μαζεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zusammenraffen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μαζεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wegräumen
Ⓦ
Ⓖ
…
μαζεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pflücken
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μαζεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einholen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μαζεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auflesen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μαζεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufräumen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μαζεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufsammeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μαζεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufwickeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μαζεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufwischen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μαζεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einlaufen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μαζεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einsammeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μαζεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μαζεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
enger machen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μαζεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ernten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μαζεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kürzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μαζεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
packen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μαζεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
roden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μαζεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zusammendrängen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
μαζεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Segel ziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)