dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ύφεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Einziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αποσύρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εγκαθίσταμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μαζεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ρουφώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στρατολογώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δημεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)