dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
τυλίγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufwickeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μαζεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufwickeln
Ⓦ
Ⓖ
…