dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
όφελος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Profit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κέρδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Profit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
επικερδής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
profitabel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αετονύχης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Profiteur
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καρπούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
profitieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καρπώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
profitieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
επωφελούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
profitieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ωφελούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
profitieren
Ⓦ
Ⓖ
…