dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
επωφελούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich zunutze machen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
επωφελούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
profitieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επωφελούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausnutzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επωφελούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nutzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επωφελούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
benutzen
Ⓦ
Ⓖ
…