dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ωφελούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zu Nutze machen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ωφελούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Nutzen ziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ωφελούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
profitieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)