dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
οδηγώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lenken
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κατευθύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lenken
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
οδήγηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Lenken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διοχετεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lenken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επισύρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lenken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ιθύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lenken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εφιστώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lenken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ρυμουλκώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lenken
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)