dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
οδήγηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Autofahren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
οδήγηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Fahren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
οδήγηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Lenken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
οδήγηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Führung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
οδήγηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Steuerung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)