dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κατευθύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leiten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κατευθύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lenken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατευθύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
richten
Ⓦ
Ⓖ
…