dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
βούλωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Stopfen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
στουπί
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Stopfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stopfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βουλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stopfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
καρίκωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Stopfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καρικώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stopfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μαντάρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Stopfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μαντάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stopfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μπάλωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Stopfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μπαλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stopfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μπουκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stopfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παραγεμίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stopfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στουμπώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stopfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
φελλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Stopfen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)