dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
φελλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kork
Ⓦ
Ⓖ
…
φελλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Korken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
φελλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Pfropfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
φελλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Spund
Ⓦ
Ⓖ
…
!
φελλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Stopfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
φελλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Stoppel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
φελλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Pfropf
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)