dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
βούλωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zustopfen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
βούλωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Stopfen
Ⓦ
Ⓖ
…