dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ανακοπή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Hemmung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ανασταλτικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Hemmung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ανάσχεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Hemmung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αναχαίτιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Hemmung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ενδοιασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Hemmung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σταμάτημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Hemmung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αναστολή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Hemmung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίρρημα
άνευ φραγμών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hemmungslos
Ⓦ
Ⓖ
…