dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
σταμάτημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Anhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σταμάτημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Hemmung
Ⓦ
Ⓖ
…