dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ανακοπή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Einspruch
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ανακοπή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Hemmung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ανακοπή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Stillstand
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ανακοπή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Versagen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)