dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ώριμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
reif
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ώριμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausgereift
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ώριμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erwachsen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)