dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ώθηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Antrieb
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ώθηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schubkraft
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ώθηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schubphase
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ώθηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anstoß
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ώθηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ausstoß
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ώθηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Impuls
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ώθηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Stoß
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ώθηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vortrieb
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ώθηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schub
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)