dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
ύψος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Höhe
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
ύψος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Höhepunkt
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
ύψος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Größe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ύψος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Höhenlage
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ύψος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erhabenheit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)