dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
όσφρηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Geruch
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
όσφρηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Geruchsinn
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
όσφρηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Geruchssinn
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
όσφρηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Spürsinn
Ⓦ
Ⓖ
…