dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
όροφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Stockwerk
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
όροφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Stock
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
όροφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Geschoss
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
όροφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Etage
Ⓦ
Ⓖ
…