dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ψόφιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tot
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ψόφιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
krepiert
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ψόφιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kaputt
Ⓦ
Ⓖ
…