dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ψυχολόγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Psychologe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ψυχολόγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Psychologin
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)