dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ψιθυρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
flüstern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ψιθυρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
murmeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ψιθυρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
murren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ψιθυρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
raunen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ψιθυρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
säuseln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ψιθυρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
summen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)