dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
ψεκαστήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Düse
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ψεκαστήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einspritzung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ψεκαστήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Sprinkler
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ψεκαστήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zerstäuber
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ψεκαστήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sprühflasche
Ⓦ
Ⓖ
…