dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
ψάξιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Suchen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
ψάξιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Suche
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ψάξιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Durchsuchen
Ⓦ
Ⓖ
…