dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ψάθα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Matte
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ψάθα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Stroh
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ψάθα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Strohhut
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ψάθα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Strohmatte
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ψάθα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Binse
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ψάθα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Rohrkolben
Ⓦ
Ⓖ
…