dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
χτικιάρης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hektisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
χτικιάρης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schwindsüchtig
Ⓦ
Ⓖ
…