dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
χτήμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Besitz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
χτήμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Landgut
Ⓦ
Ⓖ
…