dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
χρυσωρυχείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Glücksfall
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
χρυσωρυχείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Boom
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
χρυσωρυχείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Goldgrube
Ⓦ
Ⓖ
…