dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
χρονόμετρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Stoppuhr
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
χρονόμετρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zeitmesser
Ⓦ
Ⓖ
…