dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
χρονομετρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stoppen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χρονομετρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zeit messen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χρονομετρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abstoppen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χρονομετρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stoppen Zeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χρονομετρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zeit nehmen
Ⓦ
Ⓖ
…